περίγλυφος

περίγλυφος
-η, -ο / περίγλυφος, -ον, ΝΑ [περιγλύφω]
νεοελλ.
αυτός που είναι διακοσμημένος ολόγυρα με γλυπτές παραστάσεις
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περίγλυφον
σχήμα ή μορφή γλυπτή κυκλικά, γύρω γύρω («φοίνικες καὶ περίγλυφα ἐγκύπτοντα τῷ ἐσωτέρῳ καὶ τῷ ἐξωτέρῳ», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”